ψυχολόγος

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
1. (ψυχολ.) επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχολογία
2. (γενικά) άτομο που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologiste (< ψυχή + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].