ψυχόδραμα

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ψυχαναλυτική μέθοδος διερεύνησης, διάγνωσης και θεραπείας ορισμένων ψυχικών διαταραχών, η οποία συνίσταται σε αυτοσχέδια θεατρική παράσταση, που δίνουν οι ασθενείς υπό την παρακολούθηση ψυχαναλυτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychodrame (< ψυχή + δράμα)].