καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
-η, -ο, Νεύσπλαγχνος, πονόψυχος, πονετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -πονος (< πόνος), πρβλ. ματαιόπονος].