ψωμιέρα

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

η, Ν
σκεύος για τη φύλαξη του ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. σουπιέρα)].

Translations

breadbasket

Catalan: panera; Chinese Mandarin: 麵包籃/面包篮; Danish: brødkurv; Dutch: broodmand; Finnish: leipäkori; Galician: cesta do pan; German: Brotkorb; Greek: ψωμιέρα, καλαθάκι ψωμιού; Ancient Greek: ἀρτοθήκη, ἀρτοφόριον, θυλακίσκος, κάνειον, κάνεον, κανοῦν; Hungarian: kenyérkosár; Irish: ciseán aráin; Latin: panarium; Maori: pārō; Portuguese: cesta de pão, cesta de pães; Russian: хлебница; Spanish: panera; Swedish: brödkorg, brödfat, brödlåda; Turkish: ekmek sepeti