ωδίς

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

η / ὠδίς, -ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, -ῑνος, Α
(συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες
οι πόνοι του τοκετού
μσν.
επινόηση, εφεύρεση
αρχ.
1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.)
2. σφοδρός πόνος, οδύνη
3. επίπονο έργο του πνεύματος («λόγων ὠδῑνες», Iμέρ.)
4. φρ. α) «ἄπτερος ὠδίς» — νεοσσός (Ευρ.)
β) «ὠδὶς ὄρνιθος» — το αβγό (Νικ.)
γ) «ὠδὶς θαλάσσης» — η Αφροδίτη (Ανθ. Παλ.)
δ) «ὠδῑνες θανάτου» — τα δεσμά του θανάτου (ΚΔ)
ε) «λύω τὰς ὠδῖνας»
(για ετοιμόγεννη) ξεγεννώ, ελευθερώνομαι (Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη με επίθημα -ιν-, ὠδ-ίς, -ῖν-ος (πρβλ. ἀκτ-ῖν-ος, δελφ-ῖν-ος), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -ω- της ρίζας ed- «τρώω» (πρβλ. ἔδω, ἐδ-ωδ-ή). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η σημασιολ. εξέλιξη της ρίζας «τρώω» στη σημ. «πόνος τοκετού» φαίνεται προϊόν μεταφορικής χρήσης, δηλαδή της αντίληψης ότι οι πόνοι κατατρώνε, βασανίζουν ψυχή και σώμα (βλ. και λ. οδύνη)].