ωκεανογραφία
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
Greek Monolingual
η, Ν
επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις φυσικές και χημικές ιδιότητες, την προέλευση και τα γεωλογικά χαρακτηριστικά τών ωκεανών και τών θαλασσών, καθώς και τους οργανισμούς που ζουν στο θαλάσσιο περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oceanography < ωκεανός + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].