воскрешать
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Russian > Greek
ἐγείρω, ἐπεγείρω, ζῳοποιέω, συζωοποιέω, ἀναζωπυρέω, καινοποιέω, ἀναβιόω, ἀναβιώσκομαι, ἀναζωγρέω, σωματοποιέω, συνεγείρω, ἀναπληρόω, ἀναλαμβάνω, ἀνίστημι