выносливый
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Russian > Greek
καρτερικός, ὑπομενετικός, ὑπομενητικός, ταλασίφρων, εὐτλάμων, ὑποστατικός, φερέκακος, στερρός, ἀνεξίκακος, τλητός, τλατός, τολμήεις, μακρόθυμος, τλήμων, τλάμων, δυσάλωτος