девичий
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Russian > Greek
πωλικός, παρθένιος, παρθένειος, παρθενήϊος, παρθενικός, καλλιπάρθενος, νεοθηλής, νεοθαλής, κουρήϊος