δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
φρεατία, ὀχετός, ὀχέτευμα, διακοπή, σωλήν, ὑδρορρόα, αὐλών, ἀνάπλοος, ἀνάπλους, διαρροή, διάρροος, διάρρους, δίοδος, σύντρησις, διόρυγμα, μεταλλεία, διῶρυξ, σῦριγξ, εὔριπος