колдовство
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Russian > Greek
γοητεία, γοήτευμα, μαγεία, μαγευτική, μαγευτικὴ τέχνη, μαγικὴ τέχνη, τὰ περίεργα, μάγευμα, μαγγανεία, ἐπηλυσίη