новый
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
Russian > Greek
καινουργός, ἀβλής, νεοτευχής, νεόστροφος, νεοκράς, ἄπυρος, καινοπηγής, νεοχμός, νεόκοτος, ποταίνιος, καινός, πρόσφατος, νεαρός, νέος
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
καινουργός, ἀβλής, νεοτευχής, νεόστροφος, νεοκράς, ἄπυρος, καινοπηγής, νεοχμός, νεόκοτος, ποταίνιος, καινός, πρόσφατος, νεαρός, νέος