обсуждать
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Russian > Greek
πρεσβεύω, ἐγχειρέω, κοινολογέομαι, ἐπιδινέω, σκοπέω, διαβουλεύομαι, στρέφω, συμφράζομαι, διατιμάω, πραγματολογέω, μεταφράζω, βαστάζω, διαλογίζομαι, διαλέγομαι, βουλεύω, συνδιέξειμι, ἐπέρχομαι