сотрапезник
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
Russian > Greek
σύσσιτος, συμπότης, ὁμόσιτος, σύσκηνος, ὁμέψιος, παράσιτος, δειπνητής, συντράπεζος, συνθοινάτωρ, δαιταλεύς, εἰλαπιναστής, συνδαίτωρ, δαιτυμών, σύνδειπνος