ἀδελφιδέος
οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
English (LSJ)
contr. ἀδελφιδοῦς, ὁ, nephew, Alcm.56A, etc.; usually brother's son, Hdt.1.65, 6.94, al., Th.2.101, etc.; also, sister's son, Hdt.4.147, Str.10.5.6, etc.:—also ἀδελφιδός, beloved one, LXX Ca.2.3, al.
Spanish (DGE)
(ἀδελφῐδέος) -ου, ὁ
• Alolema(s): contr. -οῦς, -οῦ
• Prosodia: [ᾰ-]
sobrino Alcm.88, Hdt.1.65, 6.94, Th.2.101, ID 88.31 (IV a.C.), Str.10.5.6, Plu.2.202b, IEphesos 4336.11 (III d.C.), PSI 772.2 (I/II d.C.), POxy.2711.4 (III d.C.), SB 9833.4 (III d.C.), PSakaon 38.25(IV d.C.), SB 7449.5 (V d.C.).
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, Neffe, Her. 1, 65, s. -δοῦς.
French (Bailly abrégé)
-οῦς, εοῦ-οῦ (ὁ) :
neveu.
Étymologie: ἀδελφός.
Par. ἀνεψιός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδελφιδέος: συνῃρημ. -οῦς, ὁ, «ἀνεψιός», συνήθως υἱὸς ἀδελφοῦ, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 94, καὶ ἀλλ., Θουκ. 2. 101, κτλ.· ὡσαύτως, υἱὸς ἀδελφῆς, Ἡρόδ. 4, 147, Θουκ. 2. 101, κτλ.· ὡσαύτως ἀδελφιδός, = ἀδελφός, ἀγαπητός, φίλτατος, Ἑβδ. (ᾎσμ. β΄, 3, καὶ ἀλλ.).
Greek Monotonic
ἀδελφιδέος: συνηρ. -οῦς, ὁ, ο γιος του αδελφού ή της αδελφής, ο ανιψιός, σε Ηρόδ.