ἀδιάβατος
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ἀδιάβατον,
A not to be passed, ποταμός, νάπη, X.An.2.1.11, HG5.4.44; ὄρη Them.Or.16.206d.
II Act., not striding, closed, σκέλη AB343.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede atravesarse ποταμός X.An.2.1.11, νάπη X.HG 5.4.44, ὄρη Them.Or.16.206d
•de la división entre buenos e impenitentes, Gr.Nyss.M.46.84B.
2 que no puede dar un paso, AB 343.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut traverser, infranchissable.
Étymologie: ἀ, διαβαίνω.
German (Pape)
ον, unübergänglich, ποταμοί Xen. An. 2.1.9; νάπος Hell. 5.4.44. Bei B.A. 343 auch ὁ μὴ δυνάμενος εὐκόλως διαβῆναι.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάβᾰτος:
1 непереходимый (ποταμοί Xen.);
2 непроходимый (νάπος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάβᾰτος: -ον, ὁ, μὴ διαβατός, ποταμός, νάπος, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 1, 11, Ἑλλ. 5. 4, 44. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ περιπατῶν εὐκόλως, «ὁ μὴ ῥᾴστως ἢ ὁ μὴ δυνάμενος εὐκόλως διαβῆναι», Α. Β. 343.
Greek Monotonic
ἀδιάβᾰτος: -ον, αυτός που δεν είναι διαβατός, απροσπέλαστος· ποταμός, νάπος, σε Ξεν.