ἀδοκήτως
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
French (Bailly abrégé)
adv.
à l'improviste.
Étymologie: ἀδόκητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδοκήτως: неожиданно (εὐτυχῆσαι Thuc.).