ἀκτερής
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ές, = ἀκτερέϊστος, prob. in Hsch.
Spanish (DGE)
-ές privado de honras fúnebres κοῦροι Orac.Sib.3.481.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτερής: -ές, = τῷ προηγ., Χρησμ. Σιβύλλ. 3. 481.
Greek Monolingual
ἀκτερής (-οῦς), -ές (Α)
ο ακτέριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κτερής < κτέρας «κτήμα, δώρο»].