ἀλιτρόβιος
From LSJ
English (LSJ)
ἀλιτρόβιον, living wickedly, Nonn. D. 12.72.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
pecaminoso, censurable ὑμέναιος Nonn.D.12.72, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.15.19
•subst. ἦμαρ ἀλιτροβίων día de los pecadores Gr.Naz.M.37.1288.
German (Pape)
[Seite 99] sündlich lebend, Nonn. D. 12, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτρόβιος: -ον, ὁ ζῶν μοχθηρῶς, κακῶς, φαῦλος ἄνθρωπος, Νόνν. Δ. 12. 72.
Greek Monolingual
ἀλιτρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει βίο αμαρτωλό, ανόσιος, ανήθικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτρός + βίος.