ἀλυκτέω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ὑλακτέω (Cret.), Hsch., cf. EM71.33.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [perf. ἀλᾰλύκτημαι Il.10.94]
estar inquieto, estar desasosegado οὐδέ μοι ἦτορ ἔμπεδον ἀλλ' ἀλαλύκτημαι Il.l.c., ἀσιτέει καὶ ἀλυκτέει Hp.Mul.1.5, cf. Hsch.s.u. ἀλυκτεῖν, Erot.26.10.
cret. ὑλακτέω Hsch., cf. EM 950.
German (Pape)
[Seite 110] VLL., dasselbe; vgl. ἀλαλύκτημαι.
French (Bailly abrégé)
1pf. Pass. épq. ἀλαλύκτημαι;
c. ἀλυκτάζω.
Greek Monotonic
ἀλυκτέω: = το προηγ., βλ. ἀλαλύκτημαι.
Middle Liddell
= ἀλυκτάζω