ἀναπτοέω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
poet. ἀναπτοιέω, scare exceedingly, Mosch.2.23, Opp.C. 1.107, etc.:—Pass., to be scared, Plu. Pel.16; to be in great excitement, Id.2.261a, etc.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀναπτοιέω Mosch.2.23
1 asustar ποῖοί με ... ἀνεπτοίησαν ὄνειροι; Mosch.l.c., θῆρας Opp.C.1.107, γυναῖκας Nonn.D.26.331.
2 en v. med.-pas. excitarse, asustarse προφανέντος ἐξαίφνης κάπρου Plu.Pel.16, cf. 2.261a, Nonn.D.31.192
•conmmoverse Musae.168.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
frapper d'étonnement.
Étymologie: ἀνά, πτοέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπτοέω: приводить в смятение, поражать, pass. приходить в смятение, быть пораженным (τινι и πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, κατατρομάζω τινά, Μόσχ. 2. 23, Ὀππ., κτλ.: ― παθ. κυριεύομαι ὑπὸ τρόμου, τρομάζω, Πλούτ. Πελοπ. 16· εἶμαι ἐν μεγάλῃ ταραχῇ, ὁ αὐτ. 2. 261Α, κτλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀν[απ]επτοημένοι· τὰς διανοίας ἀνατετραμμένοι».
Greek Monotonic
ἀναπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, μέλ. -ήσω, κατατρομάζω, τρομάζω υπερβολικά, σε Μόσχ. — Παθ., είμαι τρομαγμένος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to scare exceedingly, Mosch.:—Pass. to be scared, Plut.