ἀναχαράσσω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Att. ἀναχαράττω, scrape up, ib.913e; ἀὴρ ἀναχαράσσει ἰόν air causes the roughness of rust, ib.396a, cf. 454c.
Spanish (DGE)
I 1raspar en v. pas. ὡς σίδηρος ἀσθενὴς καὶ λεπτὸς ἀναχαρασσόμενος Plu.2.454c, cf. 2.913c.
2 producir por corrosión (ἀέρα) ἀναχαράσσειν ἰόν Plu.2.396a.
II grabar otra vez fig. en el corazón ἀναχαράξαι τῷ θείῳ δακτύλῳ τὰ ἐν ταῖς πρώταις ἀρχειωθέντα γράμματα Gr.Nyss.V.Mos.82.15.
III hacer entalladuras, entallar en v. pas. (ξύλων) ἀνακεχαραγμένων Poliorc.238.1, 2S.
German (Pape)
[Seite 215] aufkratzen, aufregen, ἀὴρ ἀναχαράσσει ἰόν, die Luft erzeugt durch ihre Schärfe den Rost, Plut. Pyth. or. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαράσσω: Ἀττ. -ττω, ἀποξύω, Πλούτ. 2. 913Ε· ἀὴρ ἀναχαράσσει ἰόν, ὁ ἀὴρ γεννᾷ διὰ τῆς ὀξύτητος αὐτοῦ τὸν ἰόν, δηλ. τὴν σκωρίαν, αὐτόθι 396Α.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχᾰράσσω:
1 сцарапывать, соскабливать (ἰὸν ἐκ τοῦ χαλκοῦ Plut.);
2 pass. покрываться ржавчиной (ὑπὸ τῆς δρόσου Plut.).