ἀνθρακοειδής
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
ἀνθρακοειδές, like, or of the colour of, coal, Ph.1.383.
Spanish (DGE)
-ές
de color carbón πυρωπὸν ... καὶ ἀνθρακοειδὲς ... χρώματα Ph.1.383.
German (Pape)
[Seite 233] ές, kohlenartig, -farbig, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος ἄνθρακι ἢ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἄνθρακος, Φίλων 1. 383.
Greek Monolingual
(Α ἀνθρακοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του άνθρακα.