ἀπαρενόχλητος
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ἀπαρενόχλητον, undisturbed, συμβίωσις Phld.Ir.p.78 W.; ὑπό τινων BGU1140.24 (i B. C.), cf. IGRom.4.2927 (Pergam.), PTeb.41.24, Plu.2.118b.
Spanish (DGE)
-ον
no molestado, tranquilo, sosegado συμβίωσις Phld.Ir.p.78, τόπος Men.Comp.1.5, (χρόνος) Plu.2.118b, ψυχή Gr.Nyss.M.44.1344C
•de pers. no molestado, tranquilo ἀπαρενόχλητοι ὄντες PTeb.41.24 (II a.C.), ἀπαρενόχλ[ητό] ν με γενέσθαι que no sea molestado, PMerton 9.15 (I d.C.), cf. PHarris 64.19 (III/IV d.C.), παρασχεῖν POxy.2859.18 (IV d.C.), IGR 4.292.7 (Pérgamo)
•c. gen. ἀ. ἐπιμιξίας φαυλότητος Cyr.Al.M.77.1177C.
German (Pape)
[Seite 280] unbelästigt, ungestört, Plut. consol. ad Apoll. p. 359.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρενόχλητος: невозмутимый, не обеспокоенный (ταῖς λύπαις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρενόχλητος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ἐνόχλησιν, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2114 bb, Πλούτ. 2. 118Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαρενόχλητος, -ον)
αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ανενόχλητος, αδιατάρακτος.