ἀπαρενόχλητος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρενόχλητος Medium diacritics: ἀπαρενόχλητος Low diacritics: απαρενόχλητος Capitals: ΑΠΑΡΕΝΟΧΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aparenóchlētos Transliteration B: aparenochlētos Transliteration C: aparenochlitos Beta Code: a)pareno/xlhtos

English (LSJ)

ἀπαρενόχλητον, undisturbed, συμβίωσις Phld.Ir.p.78 W.; ὑπό τινων BGU1140.24 (i B. C.), cf. IGRom.4.2927 (Pergam.), PTeb.41.24, Plu.2.118b.

Spanish (DGE)

-ον
no molestado, tranquilo, sosegado συμβίωσις Phld.Ir.p.78, τόπος Men.Comp.1.5, (χρόνος) Plu.2.118b, ψυχή Gr.Nyss.M.44.1344C
de pers. no molestado, tranquilo ἀπαρενόχλητοι ὄντες PTeb.41.24 (II a.C.), ἀπαρενόχλ[ητό] ν με γενέσθαι que no sea molestado, PMerton 9.15 (I d.C.), cf. PHarris 64.19 (III/IV d.C.), παρασχεῖν POxy.2859.18 (IV d.C.), IGR 4.292.7 (Pérgamo)
c. gen. ἀ. ἐπιμιξίας φαυλότητος Cyr.Al.M.77.1177C.

German (Pape)

[Seite 280] unbelästigt, ungestört, Plut. consol. ad Apoll. p. 359.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαρενόχλητος: невозмутимый, не обеспокоенный (ταῖς λύπαις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρενόχλητος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ἐνόχλησιν, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2114 bb, Πλούτ. 2. 118Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαρενόχλητος, -ον)
αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ανενόχλητος, αδιατάρακτος.