ἀποδάκνω
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
A bite off a piece of, ἄρτου Aristomen.14:—Pass., μῆλα ἀποδεδηγμένα with pieces bitten out, Luc.Tox.13: also c. acc., bite off, τὴν αὑτῆς γλῶσσαν Polyaen.8.45.
2 abs., bite, gnaw, ὀδάξ Cratin.164, cf. X.Smp.5.7, Tab.Defix.Aud.237.18 (Carthage, i A. D.):—Pass., have one's tongue bitten, as by a pungent substance, Arist.Pr.958b7.
Spanish (DGE)
1 morder, morder un pedazo c. gen. ἄρτου Aristomen.14
•c. ac. τὴν αὑτῆς γλῶτταν Polyaen.8.45 τὴν κεφαλὴν τοῦ ἄρρενος Horap.2.59, μήλου μικρόν Aristaenet.1.25.21, cf. PPetr.3.27.2 (III a.C.), en v. pas. μῆλα ἀποδεδηγμένα Luc.Tox.13
•abs. ὀδάξ Cratin.166.4, cf. X.Smp.5.7, TDA 237.18 (Cartago I d.C.).
2 picar διὸ καὶ τὸ ἀποδάκνεσθαι συμφέρει, οἷον κρόμμυον por eso el experimentar picazón es también conveniente, como ocurre con la cebolla Arist.Pr.958b7.
French (Bailly abrégé)
déchirer avec les dents, mordre dans;
Moy. ἀποδάκνομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, δάκνω.
German (Pape)
(δάκνω), anbeißen, ἄρτου δὶς ἀποδακών Aristom. com. Ath. I.11d; Xen. Symp. 5.7; μῆλα ἀποδεδηγμένα Luc. Tox. 13.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδάκνω:
1 разгрызать, кусать (τὸ στόμα τοῦ ἀ. ἕνεκα πεποίηται Xen.);
2 откусывать (μῆλα ἀποδεδεγμένα Luc.);
3 быть едким, разъедать: τὸ ἀποδάκνεσθαι Arst. ощущение едкости, жжение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδάκνω: μέλλ. -δήξομαι: ἀόρ. -έδᾰκον: - ἀποκόπτω διὰ τῶν ὀδόντων, ἄρτου δὶς ἢ τρὶς ἀποδακὼν Ἀριστομέν. ἐν Ἀδήλ. 1: - Παθ., μῆλα ἀποδεδηγμένα, «δαγκαμένα», Λουκ. Τόξ. 13: - Ὡσαύτως μετ’ αἰτ., αὐτὴ (ἡ Λέαινα) τὴν αὑτῆς γλῶσσαν ἀπέδακεν, ἀπέκοψε διὰ τῶν ὀδόντων, Πολύαιν. 8. 45. 2) ἀπολ., δάκνω, τρώγω, «κριτσανίζω», ἀποδάκνειν ὀδάξ Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 1, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 7: - Παθ., δάκνεσθαι ἢ κεντεῖσθαι τὴν γλῶσσαν ὑπὸ δριμείας τινὸς ἢ δηκτικῆς οὐσίας, Ἀριστ. Προβλ. 31. 9.
Greek Monotonic
ἀποδάκνω: μέλ. -δήξομαι,
1. αποκόπτω με τα δόντια ένα τμήμα από κάτι, με γεν. — Παθ., μῆλα ἀποδεδηγμένα, μήλα που τους έχουν αποκοπεί κομμάτια με τα δόντια, δαγκωμένα μήλα, σε Λουκ.
2. απόλ., δαγκώνω με δύναμη, καταδαγκώνω, σε Ξεν.
Middle Liddell
1. to bite off a piece of a thing, c. gen.:—Pass., μῆλα ἀποδεδηγμένα with pieces bitten out, Luc.
2. absol. to bite hard, gnaw, Xen.