ἀποκαθαρίζω
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
fut. -ιῶ, cleanse, purify, LXX Jb.25.4.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. -ιῶ LXX To.12.9]
purificar ἑαυτόν LXX Ib.25.4
•purgar πᾶσαν ἁμαρτίαν LXX To.12.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθᾰρίζω: μέλλ. -ιῶ, καθαρὸν ποιῶ, ἐξαγνίζω, Ἑβδ. (Ἰώβ, κε΄, 4): - ἀποκαθάρισμα, τό, = κάθαρμα Ἐτυμολ. Μ. 483. 12: - ἀποκαθαρισμός, ὁ καθαρμός, ἁγνισμός, Βυζ.
Greek Monolingual
(Α ἀποκαθαρίζω)
νεοελλ.
1. καθαρίζω εντελώς κάτι, τελειώνω το καθάρισμα
2. ξεπλένω
3. διακρίνω, δεν συγχέω τα πράγματα
αρχ.
εξαγνίζω.