ἀπομαλακίζομαι
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
A to be weak or be cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.
Spanish (DGE)
mostrar cobardía o debilidad, ἐάν τ' ἀπομαλακίζηται πρὸς τὴν εἴσοδον νεοττιᾶς Arist.HA 613a1, πρὸς τὴν κοινὴν ἀπομαλακιζόμενον δίαιταν Plu.Lyc.10, cf. 2.226f.
German (Pape)
[Seite 314] aus Weichlichkeit etwas unterlassen, sich weichlich zeigen zu etwas, πρός τι Arist. H. A. 9, 7 Plut. Lyc. 10.
French (Bailly abrégé)
ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).
Étymologie: μαλακίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: становиться нерешительным, малодушным, робеть, обнаруживать слабость (πρός τι Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: παθ., εἶμαι μαλακός, ἢ δειλός, δεικνύω ἀδυναμίαν, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.
Greek Monolingual
ἀπομαλακίζομαι κ. -μαλθακίζομαι, κ. μαλθακοῦμαι (-όομαι) (Α)
δέχνομαι υπερβολικά μαλακός, αδύναμος, άτολμος, δειλός.
Greek Monotonic
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: Παθ., επιδεικνύω αδυναμία, μαλθακότητα, σε Πλούτ.