ἀπομεθίημι
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ψυχήν give up the ghost, A.R.1.280 (tm.).
Spanish (DGE)
dejar escapar ψυχήν A.R.1.280 (tm.).
German (Pape)
[Seite 314] (s. ἵημι), entlassen; ψυχήν Ap. Rh. 1, 280, in tmesi, den Geist aufgeben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομεθίημι: ψυχήν, παραδίδω τὸ πνεῦμα, ἐκπνέω, αὐτίκ’ ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 280, ἐν τμήσει.
Greek Monolingual
ἀπομεθίημι (Α)
φρ. «ἀπομεθίημι ψυχήν» — παραδίδω το πνεύμα, εκπνέω.