ἀπόδειπνος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ἀπόδειπνον, = ἄδειπνος (without dinner, dinnerless, without the evening meal, supperless), Hsch.
Spanish (DGE)
-ον que no ha cenado Hsch.
German (Pape)
[Seite 300] vom Essen herkommend; = ἄδειπνος Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδειπνος: -ον, «ἄδειπνος» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀπόδειπνον, τό, παρὰ μεταγεν. Ἐκκλ. ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον ἀκολουθία, completorium, ὡσαύτως ἀποδείπνιον.