ἀπόλεμμα
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἀπολέπω) skin, D.C.68.32.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
piel del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1.
German (Pape)
[Seite 311] τό, das Abgeschälte, die Haut, D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλεμμα: -ατος, τό, (ἀπολέπω) ὁλόκληρον δέρμα, δορά, τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.