ἀπόσκοπος
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ἀπόσκοπον,
A erring from the mark, οὐκ.. ἀ. οὐδ' ἀδαήμων Emp.62.3.
II beholding from afar, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 apartado del blanco οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ' ἀδαήμων Emp.B 62.3.
2 que observa desde lejos Hsch.
German (Pape)
[Seite 325] 1) von fern, od. von obenher betrachtend, spähend, Empedocl. 197. – 2) das Ziel verfehlend, unzweckmäßig, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui manque le but.
Étymologie: ἀπό, σκοπός.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσκοπος: Emped. = ἀποσκόπιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσκοπος: -ον, ὁ ἁμαρτάνων τοῦ σκοποῦ, οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ’ ἀδαήμων Ἐμπεδ. 197. ΙΙ. «ἀπόσκοπος· ἄνωθεν σκοπῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀπόσκοπος, -ον)
νεοελλ.
ο ιδιόρρυθμος
μσν.
αυτός που σημαδεύει από ψηλά
αρχ.
εκείνος που δεν πετυχαίνει τον στόχο.