ἀροτροπόνος

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτροπόνος Medium diacritics: ἀροτροπόνος Low diacritics: αροτροπόνος Capitals: ΑΡΟΤΡΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: arotropónos Transliteration B: arotroponos Transliteration C: arotroponos Beta Code: a)rotropo/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, working with the plough, AP9.274 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que trabaja con el arado ζεῦγλαι AP 9.274 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.

German (Pape)

ζεῦγλαι, Pflugarbeit tuend, Philipp. 59 (IX.274).

Russian (Dvoretsky)

ἀροτροπόνος: пашущий землю (ζεῦγλαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.

Greek Monotonic

ἀροτροπόνος: -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με άροτρο, σε Ανθ.

Middle Liddell

working with the plough, Anth.