ἀρρενόομαι
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
become a man, do the duties of one, Luc.Am.19; of a woman, πλέον τῆς φύσεως ἀ. Ph.2.328; φρόνημα ἠρρενωμένον ib.53; Astrol., of stars (cf. ἄρρην), become masculine, Heph.Astr.1.2, Ptol. Tetr.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενόομαι: Παθ. γίνομαι ἀνήρ, ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα ἀνδρός, Λουκ. Ἔρωτ. 19, Α. Β. 19: ―τὸ ἐνεργ. καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, ἀνδρίζω, ἐπιρρωννύω, Συνεσ. Ἐπιστ. 146, ἐν τῇ ἀρχῇ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενόομαι: становиться мужчиной, мужать Luc.