ἀρρενότης

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενότης Medium diacritics: ἀρρενότης Low diacritics: αρρενότης Capitals: ΑΡΡΕΝΟΤΗΣ
Transliteration A: arrenótēs Transliteration B: arrenotēs Transliteration C: arrenotis Beta Code: a)rreno/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, manhood, manliness, Stoic.3.66, Andronic. Rhod.p.575 M., Hierocl.p.63A.; masculinity, opp. θηλύτης, Dam. Pr.198.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
virilidad, ἀρρενότης δὲ ἕξις αὐτάρκειαν παρεχομένη ἐν τοῖς κατ' ἀρετὴν πόνοις Andronic.Rhod.575, cf. Hierocl.p.63
masculinidad op. θηλύτης Aristid.Quint.66.11, Dam.in Prm.198.

German (Pape)

ητος, ἡ, Mannheit, Hierocl.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενότης: ητος ἡ мужской пол Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενότης: ἡ, ἀνδρότης, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 10, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 8.

Greek Monolingual

ἀρρενότης (-τητος), η (AM) άρρην
η ιδιότητα του αρσενικού, η αρρενωπότητα.