ἀστέμβακτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀστέμβακτον, = ἀστεμφής (unmoved, unshaken, stiff, fast, stark, unflinching, stiffly, starkly, without relief, relentless), Euph. 123, Lyc. 1117.
Spanish (DGE)
-ον
1 seguro, eterno κλέος Euph.159.
2 neutr. plu. como adv. inflexiblemente δύσζηλος ἀστέμβακτα τιμωρουμένη Lyc.1117.
German (Pape)
[Seite 375] unbeschimpft, κλέος Euphor. bei Eustath. Il. 2, 344. Bei Lycophr. 1117 ἀστέμβακτα τιμωρεῖσθαι, fest, in der Reihe; doch in Tzetz. Paraphrase πολυστένακτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστέμβακτος: -ον, = ἀστεμφής, Εὔφορ. 106, Λυκόφρ. 1117· ἔνθα διάφ. γραφ. ἀστένακτα.
Greek Monolingual
ἀστέμβακτος, -ον (Α) στέμβω
ο αστεμφής.