ἀσφάλισις

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

German (Pape)

[Seite 381] ἡ, das Sicherstellen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφάλισις: -εως, ἡ, ἐξασφάλισις, ἀσφάλεια, βεβαιότης, Νικήτ. Χων. παρὰ Φαβρ. τ. 6. σ. 408, 10, ἔκδ. α΄.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
muro, defensa glos. a περιπτυχάς Tz.Comm.Ar.3.1154.27.