ἀτίθασος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῐ́θασος Medium diacritics: ἀτίθασος Low diacritics: ατίθασος Capitals: ΑΤΙΘΑΣΟΣ
Transliteration A: atíthasos Transliteration B: atithasos Transliteration C: atithasos Beta Code: a)ti/qasos

English (LSJ)

ἀτίθασον, = ἀτιθάσευτος (untamable, wild), dub. in Hdn. 5.6.9 ; λύτται Ph. 1.20, al.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀτίθασσος Vit.Aesop.W.140, Eus.Is.19.1
1 indómito, feroz, bravo de fieras, Ph.1.57, 2.97, θηρία Ph.1.68, 159, Eus.l.c.
fig. ἄλογος καὶ ἀτίθασος ... φύσις Ph.1.469, cf. 492, ψυχή Ph.1.430, 2.325, 373, λύτται Ph.1.20, ἡδοναί Ph.1.267, ὀργαί Ph.2.272, ἐλευθερία Ph.1.90, cf. 174, 184
de pers. Ph.2.87, 169, 256, 417, Vit.Aesop.l.c.
2 subst. τὸ ἀτίθασον = fiereza, ferocidad Ph.1.684, 2.549, Pall.V.Chrys.20p.141.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτίθᾰσος: -ον, =τῷ προηγ., Ἡρωδιαν. 5. 6, 21· ἀτιθάσους λύττας Φίλων 20, 19.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτίθασος, -ον)
1. (για ζώα) αδάμαστος, άγριος
2. απειθάρχητος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τιθασός «ήμερος»].

German (Pape)

nicht zahm, wild, unbändig, Gegensatz ἥμερος Herodian. 5.6.21.