ἀφάρμακτος

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφάρμακτος Medium diacritics: ἀφάρμακτος Low diacritics: αφάρμακτος Capitals: ΑΦΑΡΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aphármaktos Transliteration B: apharmaktos Transliteration C: afarmaktos Beta Code: a)fa/rmaktos

English (LSJ)

ἀφάρμακτον, unanointed, Nic. Th.115; unpoisoned, κύλιξ ἀ. Luc.DMort.7.2.

Spanish (DGE)

-ον
I no ungido con algún fármaco ἀφαρμάκτῳ χροΐ Nic.Th.115.
II 1no envenenado κύλιξ Luc.DMort.17.2, ποταμός Nonn.D.22.78.
2 inmune al veneno ἀφάρμακτοι ... τὴν φύσιν εἰσίν Procl.in Alc.258.

German (Pape)

[Seite 407] nicht vergiftet, κύλιξ Luc. Mort. D. 7, 2; Nic. Ther. 115.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non empoisonné.
Étymologie: , φαρμάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφάρμακτος: не отравленный (κύλιξ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάρμακτος: -ον, = τῷ προηγ., ἰδίως μὴ δηλτηριασθείς, Νικ. Θ. 115· κύλιξ ἀφ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2· ἀφαρμάκτοις.. βέλεσι Στράβων 499 (ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ φαρμακτοῖς).

Greek Monolingual

ἀφάρμακτος, -ον (Α) φαρμακτός
αυτός που δεν περιέχει δηλητήριο.