ἀφετέον

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφετέον Medium diacritics: ἀφετέον Low diacritics: αφετέον Capitals: ΑΦΕΤΕΟΝ
Transliteration A: aphetéon Transliteration B: apheteon Transliteration C: afeteon Beta Code: a)fete/on

English (LSJ)

A one must dismiss, τὴν σκέψιν, τὸ νῦν λεχθέν, etc., Pl.R. 376d, Phdr.260a, al.
2 ἀφετέος, έα, έον, to be let go, dismissed, Id.Euthphr.15d, Phld.Mus.p.89K.

Spanish (DGE)

hay que abandonar o descartar τὸ νῦν λεχθέν Pl.Phdr.260a, cf. R.376d, τὰ νῦν Aristox.Harm.22.3, cf. D.Chr.31.87, τίνας τῶν φθόγγων Aristid.Quint.29.18, τὴν ὑπόθεσιν Plot.4.5.8, cf. 6.3.2, 7.24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφετέον: πρέπει τις νὰ ἀφήσῃ, ἀπορρίψῃ, ἐγκαταλίπῃ. τὴν σκέψιν, τὸ νῦν λεχθὲν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 376D, Φαῖδρ. 260Α, κ. ἀλλ. 2) ἀφετέος, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ ἀφήσῃ να ἐγκαταλίπῃ, ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 15D.

Greek Monotonic

ἀφετέον: ρημ. επίθ. του ἀφίημι.
1. αυτός που πρέπει κάποιος να αφήσει, σε Πλάτ. 2. ἀφετέος, -έα, -έον, αυτός που πρέπει κάποιος να αφήσει, στον ίδ.