ἄθυρσος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ἄθυρσον, without thyrsus, E.Or.1492 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον sin tirso E.Or.1492.
German (Pape)
[Seite 48] ohne Thyrsus, Eur. Or. 1492.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans thyrse.
Étymologie: ἀ, θύρσος.
Russian (Dvoretsky)
ἄθυρσος: не имеющий тирса Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθυρσος: -ον, ἄνευ θύρσου, Εὐρ. Ὀρ. 1492.Άθωος
Ἄθῳος, ἢ Ἄθωος, (ὡς ὁ Χοιροβ. ἔγραψεν αὐτὸ πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἀθῷος), η, ον, ὁ ἐκ τοῦ ὄρους Ἄθω, Αἰσχυλ. Ἀγ. 285, ἔνθα ἴδε Βλωμφ.
Greek Monotonic
ἄθυρσος: -ον, αυτός που δεν έχει θύρσο, σε Ευρ.
Middle Liddell
without thyrsus, Eur.