ἐγκαταχώννυμι
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
overwhelm, τινὰ τῷ πλήθει τῶν βελῶν D.H.9.21; bury, τὸ δεύτερον τοῦ κλήματος μέρος Gp.4.3.3:—Pass., μνήμη -χώννυται τῷ αἰῶνι M.Ant. 7.10.
Spanish (DGE)
1 meter en tierra c. εἰς y ac. ἐγκαταχωννύναι τοὺς πάσχοντας εἰς αὐτὴν (ἄμμον) meter a los enfermos en la arena ref. a baños de lodo, Herod.Med. en Orib.10.8.17
•agr. plantar en tierra, enterrar τὸ ... τοῦ κλήματος μέρος ἐγκαταχώσας Gp.4.3.3.
2 usos fig., c. dat. loc. sepultar bajo ἐγκατέχωσαν αὐτοὺς τῷ πλήθει τῶν βελῶν les sepultaron bajo una multitud de dardos D.H.9.21
•en v. pas. ser sepultado, quedar encerrado παντὸς μνήμη τάχιστα ἐγκαταχώννυται τῷ αἰῶνι el recuerdo de todas las cosas en un instante queda encerrado en la eternidad M.Ant.7.10, ἡ ἐπιθυμία ... ἐγκατακέχωσται τῷ σώματι Olymp.in Alc.33.12, cf. Phlp.in de An.4.32.
German (Pape)
[Seite 706] darin über-, verschütten, Dion. Hal. 9, 21 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταχώννῡμι: κατασκεπάζω, παραχώνω, καταβάλλω, ἐγκατέχωσαν αὐτοὺς τῷ πλήθει τῶν βελῶν Διον. Ἁλ. 9. 21, κτλ.
Greek Monolingual
ἐγκαταχώννυμι (Α)
κατασκεπάζω («ἐγκατέχωσαν αὐτοὺς τῷ πλήθει τῶν βελῶν»).