ἐκλελυμένως
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
Adv.pf.part.Pass. of ἐκλύω, loosely, carelessly, Isoc. Ep.6.6; ἐκλελυμένως καὶ ἀτόνως Plu.Lyc.18; freely, licentiously, Ath.12.519f.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de ἐκλύω
1 con negligencia, descuidadamente ἐκλελυμένως διαλεχθῆναι περὶ αὐτῶν Isoc.Ep.6.6, (ἐπετίμησεν) ἐκλελυμένως καὶ ἀτόνως Plu.Lyc.18, ἐκλελυμένως καὶ ἀγεννῶς ἀγωνισαμένου Plu.Eum.16, χορηγοῦντες Plu.2.830e.
2 relajadamente ζῆσαι Ath.519f.
German (Pape)
[Seite 767] ganz nachlässig; Isocr. en. 6, 6: καὶ ἀτόνως, Plut. Lyc. 18; καὶ ἀγεννῶς ἀγωνίσασθαι Eumen. 16; ausgelassen, ζῆσαι Ath. XII, 519 f.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec une liberté excessive;
2 avec mollesse, avec relâchement.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκλύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλελῠμένως: [part. pf. pass. к ἐκλύω
1 крайне небрежно, вяло, слабо (ἐκλελυμένως καὶ ἀτόνως ἐπιτιμᾶν Plut.);
2 крайне развязно, вольно (διαλέγεσθαι περί τινος Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλελῠμένως: ἐπίρρ. παθ. μετοχ. τοῦ ἐκλύω, χαλαρῶς, ἀμελῶς, Ἰσοκρ. 419Β, Πλουτ. Λυκ. 18· ἐλευθέρως ἀκολάστως, Ἀθήν. 519F.
Greek Monolingual
ἐκλελυμένως (Α)
επίρρ.
1. χαλαρά
2. με ελευθεριότητα, ακόλαστα.
Greek Monotonic
ἐκλελῠμένως: επίρρ., νωθρά, ακόλαστα, χαλαρά, απερίσκεπτα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
loosely, carelessly, Plut.