ἐκτροφή

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτροφή Medium diacritics: ἐκτροφή Low diacritics: εκτροφή Capitals: ΕΚΤΡΟΦΗ
Transliteration A: ektrophḗ Transliteration B: ektrophē Transliteration C: ektrofi Beta Code: e)ktrofh/

English (LSJ)

ἡ, bringing up, rearing, nurture, E.Fr.317.5 (pl.), Sor.1.81, Arist.HA542a30 (pl.), GA754a8, al.; ἐκτροφὴ καρπῶν J.AJ5.1.21: metaph., breeding, κακοδαιμονίας Phld.Ir.p.27 W.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 cría, crianza, alimentación de niños ἐκτροφαὶ καλαί E.Fr.317.5, τοῦ Τηλέφου Str.12.8.2, τῶν νηπίων Plu.Rom.4, D.H.1.84, I.AI 18.191, por la nodriza IG 12.Suppl.29b.3, ἀνθρώπου δ' ἡ μὲν ἐκτροφὴ πολύπονος ἡ δ' αὔξησις βραδεῖα Plu.2.496e, (βρέφος) οὐκ ἄξιον ἐκτροφῆς ὄν Sor.2.6.39, de anim. πολλὰ δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκτροφὰς τῶν τέκνων στοχαζόμενα de las aves muchas (se aparean en determinada época) con vistas a la alimentación de las crías Arist.HA 542a30, cf. 588b30, D.P.Au.2.4, ἡ ἐκτροφὴ οὐκ ἐν τῇ μητρί ἐστιν del embrión de los ovíparos, Arist.GA 754a8, como parte de un proceso general ἐκτροφαί τε πάντων καὶ ἀκμαὶ καὶ φθίσεις Arist.Mu.399a28, τῶν διδόντων δ' ἐκτροφήν γ' εἶ eres de los que mantienen a la mujer de otro, Men.Phasm.85 (dud.).
2 bot. nutrición, cultivo, crecimiento οἱ καρποὶ ... τινος ἀέρος δέονται ... εἰς τὴν ἐκτροφήν Thphr.CP 2.1.6, cf. 5.1, ἐκτροφὴ καρπῶν I.AI 4.232, 5.78
fig. cultivo, fomento κακοδαιμονίας Phld.Ir.9.25.

German (Pape)

[Seite 783] ἡ, das Aufziehen, Großziehen, Arist. H. A. 3, 15 u. öfter; Strab. IX, 436.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτροφή:
1 вскармливание, выкармливание (ἡ ἐ. ἐν τῇ μητρί ἐστιν Arst.);
2 воспитание (τῶν τέκνων Arst.; τῶν νηπίων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτροφή: ἡ, ἀνατροφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 319. 5· ἀνάπτυξις ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 13, κ. ἀλλ.· ἐκτροφὴ καρπῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 21.

Greek Monolingual

ἐκτροφή, η (Α)
ανατροφή, μεγάλωμα
εκτροφή χοίρων»)
αρχ.
1. (για καρπούς) θρέψη («ἐκτροφὴ καρπῶν», Ιώσηπ.)
2. μτφ. επαύξηση («ἐκτροφὴ κακοδαιμονίας», Φιλόδ.).

English (Woodhouse)

education, rearing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)