ἐκτρύχω

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρύχω Medium diacritics: ἐκτρύχω Low diacritics: εκτρύχω Capitals: ΕΚΤΡΥΧΩ
Transliteration A: ektrýchō Transliteration B: ektrychō Transliteration C: ektrycho Beta Code: e)ktru/xw

English (LSJ)

= ἐκτρυχόω (wear out, exhaust, grind down), DC. 77.9.

Spanish (DGE)

exprimir, agotar τὰ στελέχη Ph.2.402
fig., c. ac. de pers. oprimir τοὺς λοιποὺς πάντας ἀνθρώπους D.C.77.9.1, τούτοις τοὺς Ἑβραίους ἐξέτρυχον Liber Iubil. t.p.99, en v. pas. D.C.52.30.3.

German (Pape)

[Seite 783] aufreiben, praes., D. C. 77, 9; ἐξετρύχωσαν Thuc. 3, 93; χρημάτων ἀπορίᾳ ἐκτρυχώσειν 7, 48; Folgde; ῥάκεα ἐκτετρυχωμένα, abgetragene Lumpen, Luc. Tox. 30, v.l. ἐκτετριχωμένα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρύχω: ῡ, = τῷ προηγ., Δίων Κ. 77. 9.

Greek Monolingual

ἐκτρυχῶ (-όω) και ἐκτρύχω (Α)
1. κατατρύχω, καταβάλλω, εξαντλώ, καταπονώ
2. (για ράκη) παλαιώνομαι, κατατρίβομαι.