ἐκτρύχω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
= ἐκτρυχόω (wear out, exhaust, grind down), DC. 77.9.
Spanish (DGE)
exprimir, agotar τὰ στελέχη Ph.2.402
•fig., c. ac. de pers. oprimir τοὺς λοιποὺς πάντας ἀνθρώπους D.C.77.9.1, τούτοις τοὺς Ἑβραίους ἐξέτρυχον Liber Iubil. t.p.99, en v. pas. D.C.52.30.3.
German (Pape)
[Seite 783] aufreiben, praes., D. C. 77, 9; ἐξετρύχωσαν Thuc. 3, 93; χρημάτων ἀπορίᾳ ἐκτρυχώσειν 7, 48; Folgde; ῥάκεα ἐκτετρυχωμένα, abgetragene Lumpen, Luc. Tox. 30, v.l. ἐκτετριχωμένα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρύχω: ῡ, = τῷ προηγ., Δίων Κ. 77. 9.
Greek Monolingual
ἐκτρυχῶ (-όω) και ἐκτρύχω (Α)
1. κατατρύχω, καταβάλλω, εξαντλώ, καταπονώ
2. (για ράκη) παλαιώνομαι, κατατρίβομαι.