Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκφυτεύω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφῠτευω Medium diacritics: ἐκφυτεύω Low diacritics: εκφυτεύω Capitals: ΕΚΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: ekphyteúō Transliteration B: ekphyteuō Transliteration C: ekfyteyo Beta Code: e)kfuteuw

English (LSJ)

A plant out, πήγανον εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36.
II plant, χώραν Heraclid.Pol.36; ἄλσος Philostr.VS1.23.2:—Pass., ib. 2.23 3.

Spanish (DGE)

1 injertar πήγανον ... εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36, en v. pas. ἐκφυτεύεται se injerta Arist.Pr.ib.
2 plantar χώραν Heraclid.Lemb.Pol.36, ὃ (ἄλσος) Philostr.VS 527, en v. pas. γῆ ... ἐκπεφυτευμένη δένδρεσι Philostr.VS 606.

German (Pape)

[Seite 787] aus-, verpflanzen; εἰς συκῆν Arist. Probl. 20, 18; bepflanzen, Heracl. Pont. 11.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφῠτεύω: бот. прививать (πήγανον εἰς συκῆν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφῠτεύω: μεταφυτεύω ἐπάνω εἰς δένδρον, διὰ τί πήγανον κάλλιστον καὶ πλεῖστον γίνεται ἐάν τις ἐκφυτεύσῃ εἰς συκῆν; ἐκφυτεύεται δὲ περὶ τὸν φλοιὸν καὶ περιπλάττεται πηλῷ Ἀριστ. Προβλ. 20. 18· φυτεύω τόπον, πληρῶ φυτῶν, Ἡρακλείδ. Ποντικ. 11, Φιλόστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 332, 26.

Greek Monolingual

ἐκφυτεύω (Α)
1. (για δέντρο) μεταφυτεύω
2. φυτεύω τόπο, γεμίζω έναν τόπο με φυτά.