ἐμπερής
From LSJ
English (LSJ)
ἐμπερές, poet. for ἔμπειρος, S.Fr.464.
Spanish (DGE)
-ές
que ha pasado por pruebas, experimentado S.Fr.464.
German (Pape)
[Seite 812] ές, dasselbe, Soph. frg. 412, v.l. ἐμπέραμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερής: Soph. = ἔμπειρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερής: -ές, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἔμπειρος, Σοφ. Ἀποσπ. 412.