ἐμπερίβολος
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
ἐμπερίβολον, (περιβολή) ornate, expanded, Aristid.Rh.2 P.533 S.; λόγος Hermog.Id.1.11; προοίμια Men.Rh.p.400S.
Spanish (DGE)
-ον
1 ret., del estilo del discurso ampuloso, recargado λόγος Hermog.Id.1.11 (p.281), cf. Aristid.Rh.2.63, προοίμια Men.Rh.400
•gener. adornado χωρίον Eust.1038.32.
2 adv. -ως ret. de forma desarrollada, recargada ὡς ἀνέστρεψεν ἐ. τὴν διήγησιν Eust.823.45.
German (Pape)
[Seite 812] (mit einem Umwurf), mit Schmuck angethan; bes. λόγος, vom prunkhaften Styl, Rhetor.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερίβολος: -ον, ὁ, ἐπὶ λόγου, περικεκοσμημένος διὰ πολλῶν λέξεων καὶ φράσεων, ἐγκατάσκευος, ἐνδιάσκευος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπερίβλητος καὶ καθαρός, Ἑρμογ. Ρητ. 262. 9, Δράκ. 140. 20. - Ἐπίρρ. ἐμπεριβόλως Ἄννα Κομν. σ. 145D.