ἐμπεριπείρω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
impale upon:—Pass., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8 (prob. f.l. for περιπείρω).
Spanish (DGE)
empalar en v. pas. ἀπέθανεν ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8.
German (Pape)
[Seite 812] von allen Seiten durchstechen, ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Strab. XVII, 794.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριπείρω: πανταχόθεν ἐμπήγω, διατρυπῶ, παθ., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Στράβων 794· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν γραπτέον περιπαρείς.
Greek Monolingual
ἐμπεριπείρω (Α)
διατρυπώ απ' όλες τις πλευρές.
Translations
impale
Bulgarian: набивам на кол; Danish: spidde; Dutch: spietsen; Finnish: seivästää; French: empaler; German: pfählen, erstechen; Greek: ανασκολοπίζω; Ancient Greek: ἀμφιγυιόω, ἀναπείρω, ἀναπήγνυμι, ἀνασκολοπίζω, ἀνασκινδαλεύω, ἀνασκινδυλεύω, ἀνασχινδυλεύω, ἀνασταυρίζω, ἀνασταυροῦν, ἀνασταυρόω, ἐμπείρω, ἐμπεριπείρω, σκόλοπι πηγνύναι, σκόλοψι πηγνύναι; Hungarian: karóba húz; Icelandic: stjaksetja, stinga á tein, setja á nál; Italian: impalare; Macedonian: набива, набодува; Polish: wbijać na pal, wbić na pal, nadziewać na pal, nadziać na pal, nabijać na pal, nabić na pal; Portuguese: empalar; Russian: сажать на кол, посадить на кол; Serbo-Croatian: nabiti na kolac; Spanish: empalar